ἀναμφίεστος

Revision as of 06:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

German (Pape)

[Seite 198] unangekleidet, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναμφίεστος: -ον, ὁ μὴ ἠμφιεσμένος, ἐνδεδυμένος, «γυμνὴν οἱονεί πως καὶ ἀναμφίεστον τὴν ἀλήθειαν». Κύριλ. Ἀλ. Ὁμιλ. Πασχ. 22, σ. 273. - Ἐπίρρ. -στως, μονονουχὶ γυμνῶς καὶ ἀναμφιέστως Ἰουλιαν. σ. 318.

Spanish (DGE)

v. ἀναμφίαστος.

Greek Monolingual

ἀναμφίεστος, -ον (Α) (Μ και -αστος) ἀμφιέννυμι
1. αυτός που δεν φοράει ρούχα, ο γυμνός
2. απροκάλυπτος, φανερός.