ἀνάπας

Revision as of 06:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

ασα, αν,

   A = ἅπας, AP7.343 (Reiske ἅμα πάσης).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάπᾱς: -ᾱσα, ᾰν, = σύμπας, σοφίης τ’ ἀναπάσης Ἀνθ. Π. 7. 343· ἴσως ἀντὶ τοῦ σοφίης θ’ ἅμα πάσης, Θ. Στ.

Spanish (DGE)

-ασα, -αν todo ἔμπλεον ... σοφίης τ' ἀναπάσης AP 7.343.

Greek Monolingual

ἀνάπας, -ασα, -αν (Μ) ἅπας
όλος, άπας, σύμπας.