ἀνάπας
From LSJ
English (LSJ)
ασα, αν, = ἅπας, AP7.343 (Reiske ἅμα πάσης).
Spanish (DGE)
-ασα, -αν todo ἔμπλεον ... σοφίης τ' ἀναπάσης AP 7.343.
Russian (Dvoretsky)
ἀνάπας: πασα, παν, gen. παντος Anth. = ἅπας.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάπᾶς: -ᾱσα, ᾰν, = σύμπας, σοφίης τ’ ἀναπάσης Ἀνθ. Π. 7. 343· ἴσως ἀντὶ τοῦ σοφίης θ’ ἅμα πάσης, Θ. Στ.