ἀνάριστος, -ον (Α)ο απρογευμάτιστος, αγευμάτιστος, νηστικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + άριστον «πρωινό».ΠΑΡ. αρχ. αναριστία, αναριστώ].