αγευμάτιστος

From LSJ

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source

Greek Monolingual

-η, -ο γευματίζω
αυτός που δεν γευμάτισε, νηστικός, αφάγωτος.