ἀνάρροια

Revision as of 06:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

ἡ,

   A back flow, reflux, Arist.Mir.843a27, Plu.2.929e (of the moon's reflected light); θαλάσσης Thphr.Metaph.29.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάρροια: ἡ, ἡ ἄμπωτις, Ἀριστ. Π. Θαυμ. 130. 4, Πλούτ.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
reflujo θαλάττης Thphr.Metaph.29, τοῦ ὠκεανοῦ D.C.68.28.4, cf. Arist.Mir.843a27, Plu.2.929e.

Greek Monolingual

η (Α ἀνάρροια) αναρρέω
κίνηση υγρού προς τα πίσω
αρχ.
1. άμπωτη
2. ανάκλαση του φωτός.