ἄμπωτις
Θηρῶν ἁπάντων ἀγριωτέρα γυνή → Inter feras fera nulla ferior muliere → Als alle wilden Tiere wilder ist die Frau
English (LSJ)
ἡ, gen. -εως, Ion. -ιος, for ἀνάπωτις (ἀναπίνομαι), v. infr.:—
A being sucked back, i.e. of sea, ebb, opp., πλημμυρίς or ῥαχία (Ion. ῥηχίη), Hdt.2.11, 7.198, 8.129, Arist.Mete.366a19, Placit.3.17, Agatharch. 32, etc.: in plural, ebb and flow, tides, Arist.Mu.396a26, Peripl.M.Rubr. 45, App.Hisp.1, Hdn.3.14.6.—The full form ἀνάπωτις only Pi.O. 9.52, Scymn.110, and later Prose, Plb.10.14.2 (s. v.l.), Arr.Ind.22.8: gen. ἀμπώτιδος, Agatharch.101.
2 retiring of a stream, Call.Del. 130.
3 metaph., τῆς ἀδολεσχίας ὥσπερ ἄμπωτιν λαβούσης Plu. 2.502d.
II return of humours inward from surface of body, ἄμπωτις τῶν χυμῶν Hp.Hum.1, cf. Erot.Fr.8; of blood in the lungs, Gal. UP6.10.
Spanish (DGE)
ἀνάπωτις, -εως, ἡ
• Alolema(s): normalmente ἄμπωτις salvo ἀνάπωτις Pi.O.9.52, Scyl.Per.110, Arr.Ind.22.8, Agatarch.101; ἀνάπωσις Erot.101.8
• Morfología: [gen. sg. ἀναπώτιδος Agatharch.l.c., dat. sg. ἀμπώτιδι D.C.39.40.4]
1 marea baja, reflujo Pi.l.c., Scyl.l.c., Hdt.2.11, 7.198, Arist.Mete.366a19, Plb.1.39.3, 10.14.2, 34.9.5, Agatharch.l.c., Placit.3.17, Hdn.3.14.6, Arr.l.c., ἄμπωτις τῆς θαλάσσης μεγάλη καὶ χρόνον ἐπὶ πολλόν Hdt.8.129
•en plu. ἀμπώτεις, ἀμπώτιδες = mareas, movimientos del mar Arist.Mu.396a26, ταῖς ἀμπώτεσι τοῦ πελάγους συμφερόμενοι App.Hisp.1, cf. Peripl.M.Rubri 45.
2 medic. reflujo τῶν χυμῶν Hp.Hum.1, de la sangre en los pulmones, Gal.3.454.
3 absorción, retirada al secarse ῥοάων ... ἄμπωτιν ἔχων sufriendo la ... absorción de mis corrientes (habla un río), Call.Del.130.
4 succión Erot.101.8.
French (Bailly abrégé)
ιδος ou εως (ἡ) :
reflux de la mer.
Étymologie: ἀναπίνω.
German (Pape)
ιδος, (ion. ιος) ἀμπώτεως Polyb. 1.39, 20.5.7; ἀμπώτεσι, dat. plur., Arr. Ind. 21), Her. 7.188, 8.129 und Folg.
Russian (Dvoretsky)
ἄμπωτις: ιδος, ион. ιος, поздн. тж. Pind., Polyb. εως, ἀνάπωτις ἡ морской отлив Her., Arst., Plut., Sext.
Greek (Liddell-Scott)
ἄμπωτις: γεν. -εως, Ἰων. -ιος, μεταγεν. καὶ -ιδος, Λοβ. Φρύν. 340, κατὰ συγκοπὴν ἀντὶ ἀνάπωτις (ἐκ τοῦ ἀναπίνομαι), ἴδε κατωτέρω: - περιοδικὴ ἀνάπωσις τοῦ ὕδατος, καθ’ ἣν ἀποσύρεται τοῦτο εἰς τὴν θάλασσαν καὶ μετὰ ὡρισμένον χρόνον πάλιν ἐπανέρχεται· ἀντιτίθεται ταῖς λέξεσι, πλημμυρὶς καὶ ῥαχία (Ἰων. ῥηχίη), Ἡρόδ. 2. 11., 7. 198., 8. 129, πολλαὶ δὲ ἀμπώτεις λέγονται καὶ κυμάτων ἄρσεις συμπεριοδεύειν ἀεὶ τῇ σελήνῃ κατὰ τινας ὡρισμένους καιροὺς Ἀριστ. περὶ Κόσμου 4. 32, Πλούτ., κτλ.: κατὰ πληθ., ἐν γένει, σημαίνει τὴν αὐξομείωσιν τῶν ὑδάτων, δηλ. τὴν ἄνω τε καὶ κάτω διαρροὴν τοῦ ὠκεανοῦ, τὴν παλίρροιαν τῆς θαλάσσης, Ἡρωδιαν. 3. 14. - Ὁ πλήρης τύπος ἀνάπωτις εὕρηται μόνον παρὰ Πινδ. Ο. 9. 78., καὶ παρὰ μεταγεν. πεζοῖς, ὡς ἐν Πολυβ. 10. 14. 2, Ἀρρ., κτλ. 2) ἡ ὑποχώρησις ἤτοι ἐλάττωσις ῥεύματός τινος, Καλλ. εἰς Δῆλ. 130. ΙΙ. ἡ πρὸς τὰ ἔσω ἐπιστροφὴ τῶν χυμῶν ἀπὸ τῆς ἐπιφανείας τοῦ σώματος, ἄμπ. τῶν χυμῶν Ἱππ. 47. 1, πρβλ. Σχόλ. παρὰ Γαισφόδρῳ Ἐτυμ. Μ. σ. 2467.
Greek Monolingual
(-ιδος), η (Α ἄμπωτις) (νεοελλ. και άμπωτη)
πτώση της στάθμης τών υδάτων, τράβηγμα τών νερών
αρχ.
1. στον πληθ. αἱ ἀμπώτιδες
άμπωτις και πλημμυρίδα μαζί, παλίρροια
2. υποχώρηση, ελάττωση ρεύματος ή ροής
3. υποχώρηση, πτώση, ελάττωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνά (με αποκοπή και αφομοίωση) + πίνω. Ο τ. ἀνάπωτις απαντά μόνο στον Πίνδαρο για μερικούς λόγους στον Σκύμνο τον γεωγράφο και σε μτγν. συγγραφείς. Στον Ηρόδ. σημαίνει την «επιστροφή της θάλασσας» σε αντίθεση με τις λ. πλημμυρίς ή ῥαχία. Η διατήρηση του –τ- (αντί του ιωνικού –σις) κάνει πιστευτή την υπόθεση ότι ο Ηρόδ. υιοθέτησε λ. δωρικής προελέυσεως σχετιζόμενη με τη θάλασσα ἄμπωτις (θάλασσα)
πρβλ. λατ. resorbens unda και ότι η λ. πιθ. να είναι τ. θηλυκού ουσιαστικού που δηλώνει τον δράστη της ενέργειας του ρ. ἀναπίνω (η ἀνάπωτις > ἄμπωτις-ο ἀναπώτης) ή και την ίδια την ενέργεια του ρ. Εν τούτοις και για τις δύο εκδοχές πρέπει να παρατηρηθεί ότι το ουσιαστικό που δηλώνει τον δράστη της ενέργειας και που αναλογεί στο ρ. πίνω είναι συνηθέστερα το πότης και όχι το πώτης.
ΠΑΡ. αρχ.-μσν. ἀμπωτίζω.
Greek Monotonic
ἄμπωτις: γεν. -εως, Ιων. -ιος, αντί ἀνάπωτις (ἀναπίνομαι), η υποχώρηση του νερού προς τη θάλασσα, η άμπωτη αντίθ. προς την παλίρροια, σε Ηρόδ. κ.λπ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: ebb (Hp.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Variant of ἀνάπωτις (Pi.), fem. agent noun of ἀναπίνω, ἄμπωτις (θάλασσα) = resorbens unda (Hor.). Schulze KZ 56, 287; 57, 275 (= Kl. Schr. 361). S. also Fraenkel Nom. ag. 1, 116 m. A. 2. But see DELG.
Middle Liddell
[ἀναπίνομαι, for ἀνάπωτις
a being sucked back, the ebb-tide, Hdt., etc.
Frisk Etymology German
ἄμπωτις: {ámpōtis}
Grammar: f.
Meaning: Ebbe (ion., Arist., hell.).
Derivative: Ableitung: ἀμπωτίζω ebben (Ph., Eust.).
Etymology: Nebenform zu ἀνάπωτις (Pi., spät), eig. fem. Nomen agentis zu ἀναπίνω, ἄμπωτις (θάλασσα) = resorbens unda (Hor.). Schulze KZ 56, 287; 57, 275 (= Kl. Schr. 361). S. auch Fraenkel Nom. ag. 1, 116 m. A. 2.
Page 1,96
Mantoulidis Etymological
(=ἀναρρόφηση, τράβηγμα τοῦ νεροῦ τῆς θάλασσας πρός τά μέσα). Συντετμημένος τύπος τοῦ: ἀνάπωτις τοῦ ἀναπίνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Translations
ebb
Bulgarian: отлив; Catalan: reflux; Chinese Mandarin: 退潮, 落潮; Czech: odliv; Danish: ebbe; Dutch: eb; Esperanto: forfluo; Finnish: luode, laskuvesi; French: reflux, jusant; Galician: devalo, refluxo, vazante; Georgian: მიქცევა, მიქცევის დინება, ზღვის მიქცევა; German: Ebbe; Greek: άμπωτη; Ancient Greek: ἄμπωτις, ἀνάπωτις; Hungarian: apály; Irish: aife, trá; Old Irish: aithbe or; Italian: riflusso; Middle English: ebbe; Persian: جزر; Polish: odpływ; Portuguese: vazante, refluxo; Romanian: reflux; Russian: отлив; Spanish: reflujo, marea; Swedish: ebb; Ukrainian: відплив; Welsh: trai