η (Α ἀνάφλεξις) αναφλέγω1. ξαφνική και απότομη μετάδοση σπινθήρα ή φλόγας2. έκρηξη πάθους, αναρρίπιση πάθους3. ξέσπασμα ταραχών, πολέμου κ.λπ.