ξέσπασμα

From LSJ

τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ → the first mention of the word moderation wins the game (Euripides, Medea 125f.)

Source

Greek Monolingual

το ξεσπώ
1. βίαιη και αιφνίδια εξωτερίκευση, έκρηξη συναισθημάτων
2. αιφνίδια έναρξη, ξαφνική εμφάνιση («το ξέσπασμα του κακού»)
2. μη ελεγχόμενη συμπεριφορά που οφείλεται σε αμηχανία ή έντονο συναίσθημα («στο ξέσπασμά του γίνεται αγνώριστος»).