ξέσπασμα
Ὁ δ' ἀνεξέταστος βίος οὐ βιωτὸς ἀνθρώπῳ -> The unexamined life is not worth living
Plato, Apology of Socrates 38aGreek Monolingual
το ξεσπώ
1. βίαιη και αιφνίδια εξωτερίκευση, έκρηξη συναισθημάτων
2. αιφνίδια έναρξη, ξαφνική εμφάνιση («το ξέσπασμα του κακού»)
2. μη ελεγχόμενη συμπεριφορά που οφείλεται σε αμηχανία ή έντονο συναίσθημα («στο ξέσπασμά του γίνεται αγνώριστος»).