ἀνθρακοειδής

Revision as of 06:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

ές,

   A like, or of the colour of, coal, Ph.1.383.

German (Pape)

[Seite 233] ές, kohlenartig, -farbig, Philo.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθρᾰκοειδής: -ές, ὅμοιος ἄνθρακι ἢ ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ ἄνθρακος, Φίλων 1. 383.

Spanish (DGE)

-ές
de color carbón πυρωπὸν ... καὶ ἀνθρακοειδὲς ... χρώματα Ph.1.383.

Greek Monolingual

ἀνθρακοειδής, -ές)
αυτός που έχει το χρώμα του άνθρακα.