ανθρωποπλάστης

Revision as of 06:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο (Α ἀνθρωποπλάστης)
αυτός που πλάθει, που δημιουργεί ανθρώπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνθρωπος + -πλάστης < πλάσσω. Η λ. μαρτυρείται από το 1681 στον Φραγκίσκο Σκούφο].