ἀνθρωποπλάστης

From LSJ

κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθρωποπλάστης Medium diacritics: ἀνθρωποπλάστης Low diacritics: ανθρωποπλάστης Capitals: ΑΝΘΡΩΠΟΠΛΑΣΤΗΣ
Transliteration A: anthrōpoplástēs Transliteration B: anthrōpoplastēs Transliteration C: anthropoplastis Beta Code: a)nqrwpopla/sths

English (LSJ)

ἀνθρωποπλάστου, ὁ, fashioner of men, Ph.1.652.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ creador de hombres de Dios, Ph.1.652.

Greek Monolingual

ο (Α ἀνθρωποπλάστης)
αυτός που πλάθει, που δημιουργεί ανθρώπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνθρωπος + -πλάστης < πλάσσω. Η λ. μαρτυρείται από το 1681 στον Φραγκίσκο Σκούφο].