ανθρακεύς

Revision as of 06:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο (Α ἀνθρακεύς και ἀνθρακευτής)
αυτός που κατασκευάζει ξυλάνθρακες
νεοελλ.
1. (στα πλοία) ο βοηθός του θερμαστή, που μεταφέρει άνθρακες από την αποθήκη στα λεβητοστάσια
2. ανθρακεργάτης.