ανθρωπόπλαστος

Revision as of 06:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που πλάστηκε από ανθρώπους, που είναι πλάσμα ανθρώπων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνθρωπος + -πλαστός < πλάσσω. Η λ. μαρτυρείται στον πληθ. (ανθρωπόπλαστοι) στον Κλ. Ραγκαβή].