πλάσμα
English (LSJ)
-ατος, τό,
A anything formed or moulded, image, figure, πλάσματα πηλοῦ Ar.Av.686; κήρινον… οὐκ οἶδ' ὅ τι π. as it were a piece of wax-work, Pl.Tht.197d, cf. 200c, Sph.239e; of figures made by bakers, Men.113: pl., cakes of incense, POxy.2144.29 (iii A.D.).
b the body, as fashioned by the Creator, PMag.Par.1.212.
II counterfeit, forgery, π. ὅλον ἐστὶν ἡ διαθήκη D.45.29.
b figment, fiction, πλάσματα τῶν προτέρων Xenoph.1.22, cf. Arist.Cael. 289a6, Str.1.2.36, J.BJ1.1.2, Plu.Thes.28, etc.; of a story which is fictitious but possible, opp. ἱστορία ΙΙ and μῦθος 11.3, S.E.M.1.263, Aus. Prof.21.26, cf. Ph.1.528.
c pretence, Phld.Vit.p.38 J., Plu.Mar. 43.
2 delusion, Phld.Lib.p.56O.
III formed style in writing or speaking, π. καὶ τὴν ἄλλην κατασκευὴν δημηγόρου Id.Rh.1.199 S.; opp. τρόπος, σχῆμα, ib.164S.; π. ἱστορικόν, opp. ὑπαγωγικόν, D.H. Pomp.4; ἡνίκ' ἂν ᾖ ποιητικὸν τοῦ λόγου τὸ π. Longin.15.8.
2 in music, affected execution, with trills, falsetto, etc., μετὰ πλάσματος αὐλεῖν, opp. ἀπλάστως, Thphr. HP 4.11.5; of studied intonation in orators or actors, π. φωνῆς ἀθόρυβον Plu.Per.5, cf. 2.405d; lectio plasmate effeminata, Quint.Inst.1.8.2; ἀναγνώσεις μετὰ πλάσματος Sor. 1.49.
German (Pape)
[Seite 625] τό, das Gebildete, Geformte, bes. aus Thon od. Wachs, Bildwerk; πηλοῦ, Ar. Av. 686; κήρινον, Plat. Theaet. 197 d; ἐὰν ἐν κατόπτροις ἢ πλάσμασι λέγῃς τι, Soph. 239 e, u. A., bes. im Gegensatz des Natürlichen u. Wahren, Erdichtung, Dem. 45, 29. – In der Musik das Verkünstelte u. Gezierte beim Vortrage, bes. die Neigung zu weichlichen Modulationen, u. von ähnlichem erkünsteltem Vortrage des Redners und Deklamators, Plut. Dem. 11 Pericl. 9; vgl. Pers. 1, 17 u. Quint. 1, 8, 2.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 ouvrage façonné, modelé, figure;
2 modulation de la voix ; débit (de l'orateur, de l'acteur, etc.) ; particul. action de contrefaire la voix d'autrui ; en mauv. part les inflections molles de la voix;
3 prétexte.
Étymologie: πλάσσω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλάσμα -ατος, τό [πλάττω] wat gevormd is boetseerwerk:. πηλοῦ van klei Aristoph. Av. 686; κήρινον van was Plat. Tht. 197d. ret. vorm, stijl, dictie:. πλάσμα φωνῆς ἀθόρυβον een kalme spreektoon Plut. Per. 5.1. verzinsel:. πλάσματα τῶν προτέρων verzinsels van de voorouders Xenoph. B 1.22; ἀφεὶς τὸ πλάσμα hij liet zijn masker vallen Plut. Mar. 43.4.
Russian (Dvoretsky)
πλάσμα: ατος τό
1 лепное изображение, изваяние (π. κήρινον Plat.);
2 подделка, подлог (π. ὅλον ἡ διαθήκη Dem.);
3 вымысел (ἄλογος καὶ πλάσματι ὅμοιος Arst.);
4 деланность, притворство, манерность (τὸ π. καὶ μαλακόν Plut.).
Spanish
English (Strong)
from πλάσσω; something moulded: thing formed.
English (Thayer)
πλάσματος, τό (πλάσσω), what has been moulded or formed, as from wax (Plato, Theact., p. 197d. and p. 200b.); the thing formed by a potter, earthen vessel (Vulg. figmentum): πηλοῦ added, Aristophanes av. 686).
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ πλάσσω
1. το αποτέλεσμα του πλάσσω, δημιούργημα («πλάσματα πηλοῦ», Αριστοφ.)
2. καθετί που πλάστηκε από τον θεό, το σύνολο τών όντων που πλάστηκαν από τον θεό, η θεία δημιουργία («Θεέ, κι αν είμαι πλάσμα σου, αν είμαι βάφτισμά σου», δημ. τραγούδι)
3. δημιούργημα της φαντασίας, επινόηση («πλάσματα της φαντασίας» — αποκυήματα της φαντασίας)
νεοελλ.
1. εξαιρετικά όμορφη γυναίκα, καλλονή («για δες τί πλάσμα είναι αυτό»)
2. ανατ. το υγρό συστατικό του αίματος, μέσα στο οποίο αιωρούνται τα έμμορφα στοιχεία του, τα ερυθρά και λευκά αιμοσφαίρια και τα αιμοπετάλια
2. (φυσ.-χημ.-αστρον.) ρευστό αποτελούμενο από ηλεκτρικώς ουδέτερα μόρια αερίων, ιόντα και ηλεκτρόνια
3. φρ. α) «πλάσμα δικαίου»
(νομ.) νομικό τέχνασμα, υπόθεση διευκολυντική τών σκοπών του νομοθέτη, η οποία, κατά νομοθετική βούληση, ισχύει ως γεγονός πραγματικό στη θέση πραγματικού γεγονότος που λείπει και παράγει τις έννομες συνέπειες τις οποίες θα παρήγε εκείνο, αν υπήρχε, αλλ. πλάσμα νόμου β) «πλάσμα λογικό»
(λογ.) ψευδο-οντότητα, η λογική ανάλυση της οποίας δείχνει ότι δεν είναι αναγκαίο να θέσουμε το αίτημα της ύπαρξης για να σκεφθούμε ότι ορισμένες εκφράσεις έχουν νόημα
αρχ.
1. αυτό που γίνεται κατά απομίμηση κάποιου άλλου, παραχάραξη («ὄψεσθ' ὅτι πλάσμ' ὅλον ἐστὶν ἡ διαθήκη», Δημοσθ.)
2. φανταστικό ιστόρημα το οποίο όμως μπορεί να πραγματοποιηθεί
3. πρόσχημα, πρόφαση
4. απάτη
5. (στον γραπτό και προφορικό λόγο) το κομψό ύφος
6. μουσ. επιτηδευμένη εκτέλεση φωνητικής μουσικής σύνθεσης, με λαρρυγισμούς ή με χρήση του τρομώδους ή του πλαστού υψηλού τόνου αντί του πλήρους φυσικού φθόγγου
7. επιτειδευμένη απαγγελία ρήτορα ή ηθοποιού
8. στον πληθ. τὰ πλάσματα
α) μορφές, σχήματα που κατασκευάζονται από αρτοποιό
β) πλακούντια θυμιάματος.
Greek Monotonic
πλάσμα: -ατος, τό (πλάσσω), οτιδήποτε σχηματισμένο, διαμορφωμένο, εικόνα, είδωλο, σε Αριστοφ. κ.λπ.
II. οτιδήποτε έγινε από μίμηση κάποιου άλλου, παραχαραγμένο, κίβδηλο, πλαστό, σε Δημ.
III. διαμορφωμένο ύφος, προσποίηση, λέγεται στους ρήτορες και τους υποκριτές του θεάτρου, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
πλάσμα: τό, (πλάσσω) τὸ σχηματισθὲν ἢ πλασθέν, εἰκών, εἴδωλον, ὁμοίωμα, πλάσματα πηλοῦ Ἀριστοφ. Ὄρν. 686· κήρινον... οὐκ οἶδ’ ὅ τι πλάσμα, οἱονεὶ πλασθὲν ἐκ κηροῦ, Πλάτ. Θεαίτ. 197D, πρβλ. 200Β, Σοφιστ. 239Ε· πλάττομεν πλάσματα, δηλ. πέμματα διαφόρων σχημάτων, ἐπὶ ὀψαρτυτοῦ, Μένανδρ. ἐν «Δημιουργῷ» 1. ΙΙ. τὸ κατὰ μίμησιν γενόμενον, πλαστόν, κίβδηλον, πλ. ὅλον ἡ διαθήκη Δημ. 1110. 18, πρβλ. Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 12. 7, 24, Πλούτ., κλπ.· ― τὸ πλασθέν, πλαστὸν διήγημα κ.τ.τ., πλάσματα τῶν προτέρων (ἐπὶ μύθων), Ξενοφάν. 1. 22, πρβλ. Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 6, 14· ― πρόφασις, Πλουτ. Μάρ. 43. ΙΙΙ. ὡς τὸ χαρακτήρ, ἐπὶ ὕφους, Διονύσ. Ἁλ. περὶ Δημοσθ. 34, πρὸς Γναῖον Πομ. 4, Λογγῖν. 15. 2) ἐν τῇ μουσικῇ, φωνὴ νόθος, ὡς ἡ χρῆσις τοῦ τρομώδους, ἢ πλαστοῦ ὑψηλοῦ τόνου ἀντὶ τοῦ πλήρους φυσικοῦ φθόγγου, μετὰ πλάσματος αὐλεῖν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀπλάστως, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 11, 5, πρβλ. Ἑρμηνευτὰς εἰς Πέρσιον (Persium) 1. 17· ἐπὶ ὁμοίας προσποιήσεως παρὰ τοῖς ῥήτορσι καὶ ὑποκριταῖς, Πλουτ. Δημ. 11· πλ. φωνῆς ἀθόρυβον ὁ αὐτ. ἐν Περικλ. 5, πρβλ. 2. 405D· sit lectio virilis, non... in canticum dissoluta nec plasmate effeminata, Quintil 1. 8, 2.
Middle Liddell
πλάσμα, ατος, τό, πλάσσω
I. anything moulded, an image, figure, Ar., etc.
II. anything imitated, a counterfeit, forgery, Dem.
III. a formed style, affectation, in orators or actors, Plut.
Chinese
原文音譯:pl£sma 普拉士馬
詞類次數:名詞(1)
原文字根:模成結果 相當於: (יֵצֶר)
字義溯源:塑造物,模造物,受造之物;源自(πλάσσω)*=模造)
出現次數:總共(1);羅(1)
譯字彙編:
1) 受造之物(1) 羅9:20
English (Woodhouse)
concoction, fabrication, forgery, invention, anything moulded, anything spurious, moulded figure, what is concocted
Mantoulidis Etymological
(=εἰκόνα, ὁμοίωμα). Ἀπό τό πλάσσω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Léxico de magia
τό imagen, figura modelada τὸ ἱερὸν Οὐφωρ, ... δι' οὗ ζωπυρεῖται πάντα πλάσματα καὶ γλυφαί el sagrado Ufor, por el cual han sido llenadas con poder mágico todas las figuras modeladas y grabadas P XII 319 γράψον δὲ εἰς τὸ π. τῆς ἀγομένης escribe sobre la figura de la mujer que estás atrayendo P IV 304 de Hermes λαβὼν ... γῆς παρθενικῆς καὶ ἀρτεμισίας σπέρματος, ... συλλειοῦται ... ὑγρὸν ὠοῦ ἴβεως εἰς ὅλον τὸ φύραμα καὶ π. Ἑρμοῦ tomando tierra virgen y semilla de artemisa, se machaca juntamente con el líquido de un huevo de ibis para una mezcla total y una figura de Hermes P V 378