ἀνούτατος και ἀνούτητος, -ον (Α)1. αυτός που δεν πληγώθηκε από χτύπημα ξίφους2. ο άτρωτος3. (για αγώνες) αυτός στον οποίο δεν επιτρέπονται χτυπήματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ουτάω «χτυπώ με όπλο»].