ανοησία

Revision as of 06:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (Α ἀνοησία)
η ιδιότητα του ανόητου, βλακεία, απερισκεψία
νεοελλ.
συνεκδ. ανόητη πράξη ή λόγος
αρχ.
το ακατάληπτο, το ακατανόητο.