απερισκεψία

From LSJ

Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir

Menander, Monostichoi, 453

Greek Monolingual

η
1. έλλειψη σύνεσης ή φρόνησης, αστοχασιά
2. απερίσκεπτη ή επιπόλαιη ενέργεια.