απερισκεψία

From LSJ

παραβλύζειν τοῦ οἴνου ἐν τῷ ὕπνωdisgorge wine in one's sleep, belch a bit of wine in one's sleep

Source

Greek Monolingual

η
1. έλλειψη σύνεσης ή φρόνησης, αστοχασιά
2. απερίσκεπτη ή επιπόλαιη ενέργεια.