ἀνταποθνήσκω

Revision as of 06:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

   A die or am killed in requital, ἀνταποθανεῖν τὸν ἀποκτείναντα Antipho 5.10; τοῦ ἐμψύχου δόγματος ὃ ἀνεῖλε Ph.1.94.

German (Pape)

[Seite 244] (s. θνήσκω), dagegen, zur Vergeltungsterben, τὸν ἀποκτείναντα ἀνταποθανεῖν Antiph. 5, 10.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνταποθνήσκω: καταδικάζομαι εἰς θάνατον ὡς φονεύς, ἀνταποθανεῖν τοῦ νόμου κειμένου τὸν ἀποκτείναντα Ἀντιφῶν Περὶ Ἡρῴδ. φόνου 10.

Greek Monolingual

ἀνταποθνήσκω (Α)
καταδικάζομαι σε θάνατο για φόνο.