ανθρωποσωτήριος

Revision as of 06:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-α, -ο
1. αυτός που σώζει ανθρώπους, που προσφέρει βοήθεια σε αυτούς που υποφέρουν
2. αυτός που σώζει, που βοηθά την ανθρωπότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνθρωπος + σωτήριος. Η λ. μαρτυρείται από το 1812 στον Λόγιο Ερμή].