ανθρωπότητα

From LSJ

αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death

Source

Greek Monolingual

η (AM ἀνθρωπότης)
το σύνολο των ανθρώπων, το ανθρώπινο γένος
αρχ.
1. η ανθρώπινη φύση, η αφηρημένη έννοια του ανθρώπου
2. η ανθρωπιά, το σύνολο των ιδιοτήτων που διακρίνουν τον άνθρωπο από τον θεό και από τα ζώα.