ἄντηχος

Revision as of 06:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

ον,

   A sounding in response, ἁρμονία Ph.1.312, 2.485.

German (Pape)

[Seite 248] wiederhallend, Philo.

Spanish (DGE)

-ον
que suena como respuesta, ἁρμονία Ph.1.312, μέλος Ph.2.485.

Greek Monolingual

ἄντηχος, -ον (Α)
αυτός που δίνει απάντηση, που ανταποκρίνεται σε κάποιον ήχο.