ἁρμονία
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
ἡ, (ἁρμόζω)
A means of joining, fastening, γόμφοις μιν.. καὶ ἁρμονίῃσιν ἄρηρεν Od.5.248; of a ship, ὄφρ' ἂν.. ἐν ἁρμονίῃσιν ἀρήρῃ ib.361.
2 joint, as between a ship's planks, τὰς ἁ. ἐν ὦν ἐπάκτωσαν τῇ βύβλῳ caulked the joints with papyrus, Hdt.2.96; τῶν ἁρμονιῶν διαχασκουσῶν Ar.Eq.533; also in masonry, αἱ τῶν λίθων ἁ. D.S.2.8, cf. Paus.8.8.8,9.33.7.
3 in Anatomy, suture, Hp. Off.25, Oss.12; union of two bones by mere apposition, Gal.2.737; also in plural, adjustments, πόρων Epicur.Fr.250.
4 framework, ῥηγνὺς ἁρμονίαν.. λύρας S.Fr.244; βοός Philostr.Im.1.16; especially of the human frame, ἁρμονίην ἀναλυέμεν ἀνθρώποιο Ps.-Phoc.102; νεύρων καὶ κώλων ἔκλυτος ἁ. AP7.383 (Phil.); τὰς ἁ. διαχαλᾷ τοῦ σώματος Epicr.2.19.
b of the mind, δύστροπος γυναικῶν ἁρμονία = women's perverse temperament, E.Hipp.162 (lyr.).
c framework of the universe, Corp.Herm. 1.14.
II covenant, agreement, in plural, μάρτυροι.. καὶ ἐπίσκοποι ἁρμονιάων Il.22.255.
III settled government, order, τὰν Διὸς ἁ. A.Pr.551 (lyr.).
IV in Music, stringing, ἁ. τόξου καὶ λύρας Heraclit.51, cf. Pl.Smp. 187a: hence, method of stringing, musical scale, Philol.6, etc., Nicom.Harm.9; esp. octave, ἐκ πασῶν ὀκτὼ οὐσῶν [φωνῶν] μίαν ἁ. συμφωνεῖν Pl.R. 617b; ἑπτὰ χορδαὶ ἡ ἁ. Arist.Metaph.1093a14, cf. Pr.919b21; of the planetary spheres, in Pythag. theory, Cael.290b13, Mu.399a12, etc.
2 generally, music, αὐτῷ δὲ τῷ ῥυθμῷ μιμοῦνται χωρὶς ἁ. Id.Po.1447a26.
3 special type of scale, mode, ἁ. Λυδία Pi.N.4.46; Αἰολίς or Αἰοληΐς Pratin.Lyr.5, Lasus I, cf. Pl.R. 398e, al., Arist.Pol.1276b8, 1341b35, etc.
b esp. the enharmonic scale, Aristox.Harm.p.I M., Plu.2.1135a, al.
4 ἁρμονίαν λόγων λαβών a due arrangement of words, fit to be set to music, Pl.Tht.175e.
5 intonation or pitch of the voice, Arist.Rh. 1403b31.
6 metaph. of persons and things, harmony, concord, Pl.R. 431e, etc.
V personified, as a mythical figure, h.Ap.195, Hes.Th.937, etc.; Philos., like φιλότης, principle of union, opp. νεῖκος, Emp.122.2, cf. 27.3.
VI Pythagorean name for three, Theol. Ar.16.
VII name of a remedy, Gal.13.61; of a plaster, Paul. Aeg.3.62.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. ép. -ίη Od.5.248, Heraclit.B 51
I concr. como unión, medio o elemento de unión.
1 en plu. perno para ensamblar la balsa de Odiseo γόμφοισιν ... τήν γε καὶ ἀρμονίῃσιν ἄρασσεν Od.l.c., ὄφρ' ἂν ... κεν δούρατ' ἐν ἁρμονίῃσιν ἀρήρῃ Od.5.361.
2 junta, juntura entre las planchas de embarcaciones ἔσωθεν δὲ τὰς ἁρμονίας ... ἐπάκτωσαν τῇ βύβλῳ Hdt.2.96, νεῶν Poll.1.114, de una lira τῶν ἁρμονιῶν διαχασκουσῶν Ar.Eq.533, τὰ συμπησσόμενα τῶν κραββάτων μέρη Sch.Ar.Eq.533
•arq. de construcciones αἱ τῶν λίθων ἁρμονίαι D.S.2.8, cf. Paus.2.25.8, 8.8.8, 9.33.7
•clave τὸν δὲ ἀνωτάτω τῶν λίθων φασὶν ἁρμονίαν παντὶ εἶναι τῷ οἰκοδομήματι Paus.9.38.2.
3 medic. de huesos del cráneo, en plu. suturas Hp.Off.25, Oss.12
•op. ῥαφή y γόμφωσις sínfisis Gal.2.737
•de las vértebras articulación Arist.PA 654b18
•en sg. de huesos gener. προσήγαγε τὰ ὀστᾶ ... πρὸς τὴν ἁρμονίαν αὐτοῦ LXX Ez.37.7, ἐκ τοίης ... ὀστῶν ἁρμονίης AP 7.472.8 (Leon.).
II abstr.
1 ensamblaje, armazón παλίντροπος ἁρμονίη ὅκωσπερ τόξου καὶ λύρης Heraclit.l.c., ῥηγνὺς ἁρμονίαν χορδοστόνου λύρας S.Fr.244.2, de una escultura τῆς βοός Philostr.Im.1.16, del cuerpo ἁρμονίην ἀναλυέμεν ἀνθρώποιο Ps.Phoc.102, τοῦ σώματος Epicr.3.15, de un cuerpo desmembrado νευρῶν καὶ κώλων ἔκλυτος ἁρμονίη AP 7.383 (Phil.), cf. 7.480.2 (Leon.)
•fig. carácter, temperamento τᾷ δυστρόπῳ γυναικῶν ἁρμονίᾳ E.Hipp.162.
2 en rel. c. los poros disposición τῶν περὶ τὰ αἰσθητήρια πόρων Epicur.Fr.[152]
•en sent. sexual acoplamiento, unión sexual μεθ' ἁρμονίην Ἀφροδίτης Colluth.375, cf. 26, ἁρμονίης ἀδίδακτος Colluth.185.
3 acuerdo (θεοί) ἐπίσκοποι ἁρμονιάων Il.22.255, cf. Hsch.
•armonía, concordia ἐπιεικῶς ἐμαντευόμεθα ἄρτι ὡς ἁρμονίᾳ τινὶ ἡ σωφροσύνη ὡμοίωται Pl.R.431e
•orden, gobierno armónico Διός A.Pr.551
•sent. obscuro, quizá comprensión, compenetración εὔχομαι ... κατά τιν' ἁρμονίαν βλέπειν ἀμφ' ἕκαστον ὅσα νέομαι te suplico ... poses desde lo alto una mirada de cierta comprensión en cada paso de este camino mío Pi.P.8.68.
III como equilibrio entre partes.
1 en mús.
a) octava y la diferente posición de las notas en la octava, como sistema en el que las partes (notas) están perfectamente ensambladas entre sí ἑπτὰ αἱ ἁρμονίαι Pythag.B 27, ὅρους τρεῖς ἁρμονίας ... νεάτης τε καὶ ὑπάτης καὶ μέσης Pl.R.443d, τῶν ἑπτὰ ὀκταχόρδων ἃ ἐκάλουν ἁρμονίας Aristox.Harm.46.31
•octava en el sentido de la armonía resultante en la serie diatónica ἐκ πασῶν ... ὀκτὼ οὐσῶν μίαν ἁρμονίαν ξυμφωνεῖν Pl.R.617b, ἑπτὰ δὲ χορδαὶ ἡ ἁρμονία Arist.Metaph.1093a14, cf. Pr.919b21
•armonía con el intervalo de cuarta τὴν ἁρμονίαν τὴν διὰ τεσσάρων D.C.37.18.3
•en lugar de διὰ πασῶν, ἁρμονίαν ... καλοῦντες τὴν διὰ πασῶν Nicom.Harm.9, cf. Aristid.Quint.12.13, 15.10, Anon.Bellerm.24;
b) modo Λυδίᾳ σὺν ἁρμονίᾳ μέλος Pi.N.4.45, Αἰολίς Pratin.6.7, ἁρμονίαν ... μαθεῖν Δωροδοκιστί (burlesco por Δωριστί) Ar.Eq.994, cf. Nu.968, Arist.Pol.1290a20, οὐδὲ φρυγιστὶ οὐδὲ λυδιστί, ἀλλ' ἥπερ μόνη Ἑλληνικὴ ἐστιν ἁ. Pl.La.188d, ἁρμονίας γὰρ εἶναι τρεῖς ... Δωριεῖς, Αἰολεῖς, Ἴωνας Heraclid.Pont.163, cf. Aristid.Quint.40.14;
c) escala armónica, enarmonía uno de los géneros de la melodía τρία γένη τῶν μελῳδουμένων ἐστιν· διάτονον, χρῶμα, ἁρμονία Aristox.Harm.55.9, cf. 6.10, 30.21, Aristid.Quint.15.22, Cleonid.Harm.3, en rel. c. χρῶμα Anon.Bellerm.14, 52, 65, etc.;
d) armonía, melodía componente de la música junto a ῥυθμός: τοὺς ῥυθμούς τε καἰ τὰς ἁρμονίας Pl.Prt.326b, cf. R.400d, Arist.Po.1447a22, Aristid.Quint.2.8, 28.8, 40.14, etc., μέλος ... τὸ ἔκ τε ἁρμονίας καὶ λέξεως συνεστηκός Aristid.Quint.28.8, cf. 40.14, 57.5
•μέγεθος ἁρμονία ῥυθμός Arist.Rh.1403b31;
e) gener. música, armonía μουσικὴ ... φθόγγους μείξασα ἐν διαφόροις φωναῖς μίαν ἀπετέλεσεν ἁρμονίαν Heraclit.B 10, οἵπερ ἁρμονίαν ἐχύμισαν (Íbico y Anacreonte) que dieron su sabor a la música Ar.Th.162, ἡ ... ἀ. συμφωνία ἐστι Pl.Smp.187b, cf. Cra.405d, θαυμαστήν τινα ᾠδῆς δέδωκεν ἁρμονίαν D.P.Au.1.20, cf. Plu.2.46b, τὸ μεταβάλλον ... ἁρμονίᾳ καὶ λόγῳ κεραννύμενον Plu.2.746c, cf. 2.156c, (σύριγγος) ἁρμονίης ἤκουε Nonn.D.1.520, ἁρμονίην ... αὐλὸς ἀράσσων Nonn.D.12.148.
2 armonía celestial, concepto pitagórico de la relación armónica de las esferas ἁ. ἄστρων Pythag.B 35, τὸν ὅλον οὐρανὸν ἁρμονίαν εἶναι καὶ ἀριθμόν Pythag.B 4, ἁ. κατὰ τὸν οὐρανόν Arist.Mu.399a12, cf. Cael.290b13, τὸ καταμανθάνειν τὰς τοῦ παντὸς ἁρμονίας Pl.Ti.90d
•esp. del mundo y la naturaleza περὶ δὲ φύσιος καὶ ἁρμονίας ὧδε ἔχει Philol.B 6, ἁ. πολυμιγέων ἕνωσις Philol.B 10, ὁ δημιουργὸς τὴν ὕλην ... ἁρμονίᾳ συνδησάμενος Numen.18.8, cf. 18.10, Ἔρωτα ... ἁρμονίης κόσμοιο ... ἡνιοχῆα Nonn.D.41.130, τὴν τῶν ὅλων ἁρμονίαν Aristid.Quint.103.4, cf. 107.24, etc.
•en mat. ἀρχὰς τοὺς ἀριθμοὺς καὶ τὰς συμμετρίας, ἃς καὶ ἁρμονίας καλεῖ Pythag.B 15, ἁρμονίαι ἐν ἀριθμοῖς Pythag.B 4, de la τετρακτύς Pythag.C 4, del cubo, Pythag. en Simp.in de An.68.7, del tres Theol.Ar.16.
3 armonía, equilibrio del alma ἁρμονίαν τινὰ ἡμῶν εἶναι τὴν ψυχήν Pl.Phd.88d, ἁ. τις ἡ ψυχή Aristid.Quint.86.20, cf. 4.4, 88.5, 107.27, etc., ἁρμονίαν τῶν τεττάρων στοιχείων (sc. τὴν ψυχὴν εἶναι) Dicaearch.Phil.12a, b, c
•en rel. directa c. la armonía musical ἡ μὲν ψυχὴ ἁρμονίᾳ χωριστῇ ἐξ ἑαυτῆς τὰς χορδὰς κινούσῃ ἡρμοσμένας ἁρμονίᾳ ἀχωρίστῳ Porph.Sent.18
•en rel. tb. c. la virtud τὴν ἀρετὴν ἁρμονίαν εἶναι καὶ τὴν ὑγίειαν ... διὸ καὶ καθ' ἁρμονίαν συνεστάναι τὰ ὅλα Pythag.B 1a
•del cuerpo τὴν ἐν τῷ σώματι ἁρμονίαν τῆς ἐν τῇ ψυχῇ ἕνεκα συμφωνίας ἁρμοττόμενος Pl.R.591d, ἐν πᾶσι σώμασιν Aristid.Quint.2.13.
4 arq. armonía, equilibrio de proporciones del templo de Apolo en Basas προτιμῷτο ... ἐς κάλλος καὶ τῆς ἁρμονίας ἕνεκα Paus.8.41.8, del teatro de Epidauro, Paus.2.27.5.
5 ret. orden, composición de la disposición del texto para musicarlo ἁρμονίαν λόγων λαβόντος ὀρθῶς Pl.Tht.175e
•gener. buena composición πανηγυρικὴν ... τῆς λέξεως ἁρμονίαν D.H.Dem.45, cf. Isoc.3, ἁ. καὶ σύνθεσις Plu.2.16b.
IV n. de un remedio ἄλλο φάρμακον σφόδρα καλόν, ἐπιγράφεται ἁ. Gal.13.61
•un tipo de emplasto Paul.Aeg.3.62.
• Etimología: Abstr. en -i̯ ə deriv. de *ar-mn̥ < *H2er- como ἀραρίσκω, ἅρμα q.u.
German (Pape)
[Seite 356] ἡ, die Fügung; eigentl. fem. von ἁρμόνιος, welches adject. zu einem wenigstens als Appellat. ungebräuchl. ἅρμων ist; verwandt ἁρμός, ἅρμα, ἄρω. Hom., bei dem nach Scholl. Od. 5, 248 ἁρμονιά zu betonen ist, hat das Wort dreimal: Od. 5, 248 γόμφοισιν δ' ἄρα τήν γε καὶ ἁρμονιῇσιν ἄρασσεν, wahrscheinl. Klammern; 5, 361 ὄφρ' ἂν μέν κεν δούρατ' ἐν ἁρμονιῇσιν ἀρήρῃ, so lange die Balken zusammenhalten; Iliad. 22, 255 τοὶ γὰρ ἄριστοι μάρτυροι ἔσσονται καὶ ἐπίσκοποι ἁρμονιάων, des Vertrages, plur. statt des sing. – Bei den Folg.: Bindungsmittel, τοίχων ἁρμ. δέδεται Antiphil. 27 (IX, 306); die Fugen, τὰς ἁρμονίας ἐπάκτωσαν βίβλῳ Her. 2, 96; Sp., wie D. Sic. 2, 8; Plut.; Fügung, Verhängniß, Διός Aesch. Prom. 550; das richtige Verhältniß aller Teile zum Ganzen, Übereinstimmung, Proportion, ἡ ἐν σώματι Plat. Rep. IX, 591 d; αἱ ἐν τοῖς φθόγγοις καὶ ἐν τοῖς τῶν δημιουργῶν ἔργοις πᾶσι Phaed. 86 c; in der Musik, Einklang, Harmonie; Tonart, Λυδία Pind. 4, 45; Folgde. Bei den Rhetoren Wohlklang im Periodenbau, Arist. rhet. 3, 1. ἁρμονικός, ή, όν, die Harmonie betreffend, der Harmonie u. der Musik übh. kundig, Plat. Phaedr. 268 d; Plut. Lyc. et Num. 1; ἡ ἁρμονική, sc. τέχνη, die Theorie der Tonkunst, Arist. metaph. 12. 3.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
I. ajustement, d'où
1 assemblage, emboîtement, jointure, joint (de deux planches, de pierres, etc.);
2 fig. accord, convention ; loi, ordre;
II. juste proportion, harmonie d'un tout (d'une construction, du corps, etc.) : τὰν Διὸς ἁρμονίαν ESCHL l'ordre harmonieux établi par Zeus, d'où
1 t. de mus. accord de sons, particul. accord d'octave ; mode;
2 t. de rhét. nombre, harmonie;
3 conformation de l'esprit, caractère, tempérament.
Étymologie: ἁρμόζω.
Greek (Liddell-Scott)
ἁρμονία: ἡ, (ἁρμόζω) μέσον πρός συναρμογήν, ὅπερ μετεχειρίζοντο ὅπως αἱ σανίδες τοῦ πλοίου ὦσι καλῶς συνηρμοσμέναι πρός ἀλλήλας, γόμφοισιν δ’ ἄρα τὴν γε (τὴν σχεδίην) καὶ ἁρμονίῃσιν ἄρηρεν Ὀδ. Ε. 248· ὄφρ’ ἂν μὲν δούρατ’ ἐν αρμονίῃσιν ἀρῄρη, ἐνόσῳ τὰ ξύλα διαμένουσι προσηρμοσμένα πρὸς ἄλληλα, αὐτόθι 361., πρβλ. Ἁρμονίδης. 2) ἡ ἁρμογή, ἡ τῶν σανίδων πλοίου ἁρμογή, τὰς ἁρμ. ἐπάκτωσαν τῇ βύβλῳ, ἐστούπωσαν τὰς σχισμάδας (τὰς μεταξύ τῶν σανίδων) διὰ τῆς βύβλου, τὰς «ἐκαλαφάτισαν διὰ παπύρου», Ἡρόδ. 2. 96· τῶν ἁρμονιῶν διαχασκουσῶν Ἀριστοφ. Ἱππ. 533· αἱ τῶν λίθων ἁρμ., ἐν τοιχοδομίᾳ, Διοδ. 2. 8, πρβλ., Παυσ. 8. 8, 8., 9. 33, 7: ἐν τῇ ἀνατομικῇ, ἡ ἕνωσις δύο ὀστῶν δι’ ἁπλῆς παραθέσεως, Γαλην. 2. 255, in. pl. 3) σκελετός, ῥηγνύς ἀρμονίαν… λύρας Σοφ. Ἀποσπ. 232, πρβλ. Πλάτ. Συμπ. 187Α· ἰδίως ἐπί τοῦ ἀνθρωπίνου σκήνους, ἁρμονίην ἀναλυέμεν ἀνθρώποιο Ψευδο-Φωκυλ… 96, πρβλ. Ἱππ. 277.6., 749D· κώλων ἔκλυτος ἀρμ. Ἀνθ. Π. 7. 283· τὰς ἁρμονίας τε διαχαλᾷ τοῦ σώματος, ἐπί γηρασκούσης γυναικός, Ἐπικράτης ἐν «Ἀντιλαΐδι» 2. 19· β) ἐπί τοῦ νοῦ, δύστροπος γυναικῶν ἁρμ…, ἡ ἰδιοσυγκρασία, Εὐρ. Ἱππ. 162. ΙΙ. συμφωνία, συνομολογία, κατὰ πληθ. (ὡς τὸ… συνθῆκαι, κτλ.), μάρτυροι... καὶ ἐπίσκοποι ἁρμονιάων Ἰλ. Χ. 255. ΙΙΙ. ὡρισμένη κυβέρνησις, τάξις, τὰν Διός ἁρμ. Αἰσχύλ. Πρ. 551. IV. ἁρμονία ὡς συμφωνία ἤχων, κατά πρῶτον ὡς πρόσωπον μυθικόν, ἡ Ἁρμονία, (ἡ μουσική), σύντροφος τῆς Ἥβης, τῶν Χαρίτων καὶ τῶν Ὡρῶν, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 195· τέκνον τῶν Μουσῶν, Εὐρ. Μήδ. 834· κυρίως Βοιωτικὴ θεότης, θυγάτηρ τοῦ Ἄρεως καὶ τῆς Ἀφροδίτης, Ἡσ. Θ. 937· γυνὴ τοῦ Κάδμου, αὐτόθι Πινδ. Π. 3. 161, Εὐρ. Βάκχ. 1356· συμβολικῶς παριστῶσα διά τε τῆς καταγωγῆς καὶ τῆς ἑνώσεως αὐτῆς μετὰ τοῦ εἰσαγαγόντος τὸ ἀλφάβητον, τὴν ἡμέρωσιν ἀγροίκου ἔτι λαοῦ διὰ τῶν γραμμάτων καὶ τῆς μουσικῆς, πρβλ. Πλουτ. Πελοπ. 19. 2) ὡς προσηγορ. συμφωνία, ἁρμονία, μουσική, ἤ μᾶλλον σύστημα μουσικῆς, ἰδίως τὸ τῶν ὀκτὼ φθόγγων σύστημα (ἡ διαπασῶν) ἀποδιδόμενον εἰς τὸν Πυθαγόραν, Φιλόλαος σ. 66 Βοίκχ., Νικομ. ἐν Mus. Velt. σ. 17, Πλούτ. 2. 1145Α· ἐκ πασῶν ὀκτώ οὐσῶν μίαν ἁρμ. ξυμφωνεῖν Πλάτ. Πολ. 617Β· ἑπτά χορδαί ἡ ἁρμ. Ἀριστ. Μεταφ. 13. 6, 5, πρβλ. Πρβλ. 19. 25· πρβλ. Chappell Ἱστ. τῆς Μουσικ. 77 κἑξῆς· ἀλλ’ ἡ λέξις ἁρμονία οὐδέποτε εἶχε τὴν σημασίαν τῆς σημερινῆς πολυφώνου ἁρμονίας, αὐτόθι 15. Ἡ τῶν Πυθαγορείων διδασκαλία περὶ τῆς συμφωνίας τῶν οὐρανίων σωμάτων ἐν τῇ φορᾷ αὐτῶν φαίνεται ὅτι ἐβασίζετο ἐπὶ τούτου τοῦ συστήματος, ἴδε Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 9, 1 κἑξ., π. Κόσμ. 6, 17 κἑξ., πρβλ. Lewis Ἀστρονομία τῶν Ἀρχαίων σ. 131. 3) ἰδιαίτερον εἶδος ἤ τρόπος μουσικῆς, ἁρμονία Λυδία Πινδ. Ν. 4. 73· Αἰολίς Πρατίνας 5, Λᾶσος 1· πρβλ. Πλάτ. Πολ. 398Ε, 443D, κἑξ... Ἀριστ. Πολ. 3. 3, 8., 8. 7, 8, κἑξ.: - ὁ περὶ τούτου τεχνικός ὄρος ἦτο τόνος (ἴδε τόνος ΙΙ. 2. δ.), ἤ τρόπος IV. 4) ἁρμονίαν λόγων λαβών, προσήκουσαν κατάταξιν τῶν λέξεων ἁρμόζουσαν εἰς μελοποίησιν, Πλάτ. Θεαίτ. 175Ε, 176Α· - ὡσαύτως ὁ τόνος ἤ ἐμμέλεια τῆς φωνῆς, Ἀριστ. Ρητ. 3. 1, 4. 5) μεταφ., ἐπί προσώπων καὶ πραγμ., ἁρμονία, συμφωνία, Πλάτ. Πολ. 431Ε, κτλ.
English (Slater)
ἁρμονία
a mode, key of music ἐξύφαινε, γλυκεῖα, καὶ τόδ' αὐτίκα, φόρμιγξ, Λυδίᾳ σὺν ἁρμονίᾳ μέλος (N. 4.45) ἀοιδὰν κ[αὶ ἁ]ρμονίαν αὐλ[οῖς ἐ]πεφράς[ατο] fr. 140b. 2. met., ὦναξ, ἑκόντι δ' εὔχομαι νόῳ κατά τιν ἁρμονίαν βλέπειν ἀμφ ἕκαστον ὅσα νέομαι (sense and construction obscure: perhaps ἁρμονίαν is the object of καταβλέπειν; v. Burton, 184f., Thummer, 24̆{3}. A metaphorical sense seems to be necessary) (P. 8.68)
b pro pers., Harmonia, daughter of Ares and Aphrodite, wife of Kadmos. Ἁρμονίαν γᾶμεν βοῶπιν (sc. Κάδμος) (P. 3.91) ὦ παῖδες Ἁρμονίας Ino and Semele (P. 11.7) γάμον λευκωλένου Ἁρμονίας ὑμνήσομεν; fr. 29. 6. ]ἔνθα ποθ' Ἁρμονίαν [φ]άμα Κάδμον ὑψη[λαῖ]ς πραπίδες[σι λαχεῖν Δ. 2. 27.
Greek Monolingual
η (AM ἁρμονία)
1. συμμετρία ή συμμετρική διάταξη πραγμάτων σ' ένα σύνολο
2. η ομόνοια στις σχέσεις των ανθρώπων, η ευταξία
3. η ορθή αναλογία, η συμμετρική διάταξη
4. η ηχητική αρμονία
αρχ.-μσν.
άρθρωση του σώματος
αρχ.
1. μέσο για συναρμολόγηση
2. σύνδεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. η οποία ήδη από τους αρχαίους χρόνους χρησιμοποιήθηκε ευρέως στην τεχνική ορολογία (ανατομία, μουσική, οικοδομική, ξυλουργική), διευρύνθηκε δε σημασιολογικά στη Νεοελληνική. Το αφηρημένο ουσ. αρμονία προϋποθέτει για τον σχηματισμό του το επίθ. άρμων (+ κατάλ. -ία), που μαρτυρείται μόνο ως κύριο όνομα (Άρμων), ως β' συνθετικό (βητάρμων) και πιθ. στη «γλώσσα» του Ησύχ. (αρμόσυνοι). Ετυμολογικά θεωρείται ότι ανάγεται στη ρίζα αr-(«συνάπτω, συναρμόζω» — πρβλ. αραρίσκω) + (επίθημα) -men- / -mon-. Ο τ. αρμονία εισάχθηκε μέσω του λατ. harmonia σε άλλες σύγχρονες γλώσσες, πρβλ. αγγλ. harmony, γαλλ. harmonie, γερμ. Harmonie.
ΠΑΡ. αρμονίζω, αρμονικός.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αρμονιομετρία, δυσαρμονία].
Greek Monotonic
ἁρμονία: ἡ (ἁρμόζω)·
I. 1. μέσο για να διατηρηθούν οι σανίδες του πλοίου ενωμένες, συνοχέας, σε Ομήρ. Οδ.
2. αρμογή, αρμός, ανάμεσα στις σανίδες του πλοίου, τὰς ἁρμονίας ἐπάκτωσαν τῇ Βύβλῳ, στούπωσαν, καλαφάτισαν τις σχισμές με πάπυρο, σε Ηρόδ.
3. σκελετός, μεταφ., δύστροπος γυναικῶν ἁρμονία, ιδιοσυγκρασία των γυναικών, σε Ευρ.
II. συμφωνία, ομοφωνία, συνομολόγηση, σε πληθ., σε Ομήρ. Ιλ.· ορισμένη κυβέρνηση, τάξη, σε Αισχύλ.
III. 1. αρμονία ως μουσική συμφωνία ήχων και πρώτα ως μυθικό πρόσωπο, η Αρμονία, η Μουσική, σύντροφος της Ήβης, των Χαρίτων και των Ωρών· τέκνο των Μουσών, σε Ομηρ. Ύμν., Ευρ.
2. μεταφ., αρμονία, συμφωνία, σύστημα μουσικής, σε Πλάτ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: means of fastening, joining; agreement (Il.)
Origin: IE [Indo-European] [55] *h₂er- fit
Etymology: From an adjective, known as PN, ῎Αρμων, cf. Ἀρμονίδης (Il.); also in βητάρμων (s. v.). Like 1. ἅρμα (s. v.) from ἀρ- fit with suffix -men-. See ἀραρίσκω.
Middle Liddell
ἁρμόζω
I. a fastening to keep ship-planks together, a clamp, Od.
2. a joining, joint, between a ship's planks, τὰς ἁρμ. ἐπάκτωσαν τῆι βύβλωι caulked the joints with byblus, Hdt.
3. a frame: metaph., δύστροπος γυναικῶν ἁρμ. women's perverse temperament, Eur.
II. a covenant, agreement, in plural, Il.:— settled government, order, Aesch.
III. harmony, as a concord of sounds, first as a mythical personage, Harmonia, Music, companion of Hebe, the Graces and the Hours; child of the Muses, Hhymn., Eur.
2. metaph., harmony, concord, Plat.
Frisk Etymology German
ἁρμονία: {harmonía}
Grammar: f.
Meaning: Fügung, Fuge, Bund, Ordnung, oft als musikal. term. techn. (seit Il.; zur Bedeutung im allg. s. Porzig Satzinhalte 209f.; ausführlich B. Meyer Ἁρμονία. Bedeutungsgeschichte von Homer bis Platon. Zür.-Diss. Freiburg [Schweiz] 1932).
Derivative: Davon (nach den Adjektiven auf -ικός) in musikalischem Sinne ἁρμονικός (Pl. usw.); außerdem die seltenen ἁρμόνιος, -ίως passend, harmonisch (LXX, J., Ph. usw.), ἁρμονιώδης (Sokr. Ep.). — Denominatives Verb ἁρμονίζω zusammenfügen, bilden (AP).
Etymology: Das Adjektivabstraktum ἁρμονία (zur Bildung im allg. Schwyzer 468f., Chantraine Formation 78f.) setzt ein Adjektiv ἅρμων voraus, das nur als EN belegt ist und als solches im Patronymikon Ἁρμονίδης (Ε 60) enthalten ist. Es liegt außerdem als Hinterglied im Kompositum βητάρμων Tänzer (θ 250, 383; s. d.) vor und kann auch als Grundlage von ἁρμόσυνοι vermutet werden, nach H. ἀρχή τις ἐν Λακεδαίμονι ἐπὶ τῆς εὐκοσμίας τῶν γυναικῶν. Es ist wie 1. ἅρμα (s. d.) von ἀρ- fügen mittels eines Suffixes -men-, mon- abgeleitet. — Vgl. ἀραρίσκω.
Page 1,144-145
Mantoulidis Etymological
(=σύνδεση, συμφωνία). Παράγωγο τοῦ ἁρμόζω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Léxico de magia
ἡ armonía, lazo de unión ref. a los siete sonidos de las vocales σοῦ δὲ τὸ ἀένναον κωμαστήριον, ἐν ᾧ ἀφίδρυται τὸ ὄνομά σου τὸ ἑπταγράμματον πρὸς ἁρμονίαν τῶν ἑπτὰ φθόγγων tuyo es el eterno lugar de danza, en el que se asienta tu nombre de siete letras para armonía de los siete sonidos P XII 254 P XIII 775 P XXI 12 por ext., ref. a la Osa Mayor ἄρκτε, θεὰ μεγίστη, ... ἁ. τῶν ὅλων Osa, diosa mayor, armonía de todas las cosas P IV 1304
Translations
harmony
Arabic: اِنْسِجَام, تَوَافُق, تَنَاغُم; Armenian: ներդաշնակություն, համերաշխություն, հարմոնիա; Belarusian: гармонія, згода; Bulgarian: съгласие, хармония; Catalan: harmonia; Chinese Mandarin: 和諧, 和谐, 和睦, 調和, 调和; Czech: soulad; Dutch: samenklank, eendracht, overeenstemming; Esperanto: harmonio; Finnish: sopusointu, harmonia; French: harmonie; Georgian: ჰარმონია; German: Harmonie, Einklang; Greek: αρμονία, αρμονικότητα; Ancient Greek: ἁρμονία, συμφωνία, τὸ σύμφωνον; Icelandic: jafnvægi, samlyndi, samræmi; Indonesian: keselarasan; Italian: armonia; Japanese: 調和; Korean: 조화(調和); Kurdish Central Kurdish: ئاھەنگ; Latvian: harmonija, saskaņa; Lithuanian: darna, harmonija; Macedonian: хармонија, слога; Norman: harmonie; Polish: zgoda; Portuguese: harmonia; Romanian: armonie; Russian: созвучие, согласие, гармония; Sanskrit: राग, संधि, ऐक्य; Scottish Gaelic: rèite, rèiteachadh; Serbo-Croatian Cyrillic: сазвӯчје, скла̏д, скла̏дно̄ст, ха̀рмо̄нија; Roman: sázvūčje, sklȁd, sklȁdnōst, hàrmōnija; Slovak: súlad; Spanish: armonía; Swedish: sämja; Ukrainian: гармонія, згода; Vietnamese: điều hoà, hài hoà, hoà thuận; Westrobothnian: semd
agreement
Arabic: اِتِّفَاق, تَوَافُق, تَفَاهُم; Moroccan Arabic: اتفاقية; Azerbaijani: razılaşma, saziş, müqavilə, bağlaşma; Belarusian: пагадненне; Bengali: করার; Bulgarian: съгласие; Catalan: acord, pacte; Chinese Mandarin: 協議/协议, 同意, 答應/答应, 協定/协定; Corsican: accordu; Czech: domluva, souhlas, soulad; Danish: aftale, samtykke; Dutch: afspraak, overeenkomst, goedkeuring; Esperanto: interkonsento; Finnish: sopimus; French: accord, entente, pacte; Galician: acordo; German: Vereinbarung, Zustimmung; Gothic: 𐍃𐌰𐌼𐌰𐌵𐌹𐍃𐍃; Greek: συμφωνία; Ancient Greek: ἅδιξις, ἀκολουθία, ἁρμονία, διαλλαγή, διομολογία, καταίνεσις, ξύμπνοια, ξυμφωνία, ξυναλλαγή, ξύνθεσις, ξύνθημα, ὁμολογά, ὁμολογία, ὁμολογίη, ὁμόνοια, ὁμοφωνία, πάκτον, συγκατάθεσις, συγχρηματισμός, συγχώρημα, συγχώρησις, σύμπνοια, συμπνοίη, συμφρόνησις, συμφώνημα, συμφώνησις, συμφωνία, συναλλαγή, σύνθεσις, σύνθημα, σύννευσις, συνομολογία, συνομόνοια, συντονία, συντρέχεια, συνῳδία, τὸ συμπνεῖν; Hebrew: הֶסְכֵּם, הַסְכָּמָה; Hindi: इक़रार; Hungarian: megegyezés, egyezmény; Irish: conradh; Italian: consenso, accordo; Japanese: 合意, 一致, 納得, 賛成; Kazakh: келісім; Khmer: កិច្ចព្រមព្រៀង, កតិកា; Korean: 협정(協定), 합의(合意), 동의(同意); Kurdish Central Kurdish: یەککەوتن; Northern Kurdish: peyman, tifaq; Kyrgyz: макулдук, келишим; Lao: ກະຕິກາ, ຂໍ້ຕົກລົງ; Latin: sponsio, pactum, foedus, compectum; Macedonian: спогодба, агреман; Malay: persetujuan; Malayalam: ഉടമ്പടി, തീരുമാനം; Maltese: ftehim; Maori: whakaaetanga, kirimana; Mirandese: acuordo; Navajo: ahaʼdeetʼaah; Norman: accord; Norwegian Bokmål: avtale, samtykke, overenskomst; Persian: پیمان, توافق; Polish: umowa; Portuguese: consenso, acordo, pacto; Romanian: acord, consens, înțelegere; Russian: согласие, договор, договор, соглашение, договорённость; Scottish Gaelic: aontachadh, còrdadh, aonta; Serbo-Croatian Cyrillic: спо̏разӯм; Roman: spȍrazūm; Sicilian: accordu, accordiu; Slovak: dohoda; Slovene: dogovor; Spanish: acuerdo, convenio; Swahili: mkataba; Swedish: avtal, överenskommelse, samtycke; Tagalog: usapan; Tajik: маслиҳат, созиш, тавофуқ; Thai: กติกา; Tocharian B: plāksar; Tok Pisin: agrimen; Ukrainian: угода, договір, домовленість; Vietnamese: đồng ý, hiệp định; Walloon: acoird; Welsh: cydfod, cytundeb, cytgord