ἀνόφθαλμος

Revision as of 06:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

ον,

   A without eyes, Tz.H.3.219.

German (Pape)

[Seite 242] augenlos, Tzetz.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνόφθαλμος: -ον, ὁ στερούμενος ὀφθαλμῶν, ἀόμματος, Τζέτζ. Ἱστ. 3. 219.

Spanish (DGE)

-ον que no tiene ojos Tz.H.3.222.

Greek Monolingual

ο (Μ ἀνόφθαλμος, -ον)
νεοελλ.
ως ουσ. ονομασία μικρών κολεό πτερων που ζουν σε σκοτεινούς τόπους
μσν.
ο χωρίς οφθαλμούς.