ἀντίληξις

Revision as of 06:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A motion for a new trial, D.39.38; cf. ἀντιλαγχάνω.

German (Pape)

[Seite 254] ἡ, Gegenklage, s. ἀντιλαγχάνω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίληξις: -εως, ἡ, ἀντέγκλησις ἢ ἔφεσις πρὸς ἀναθεώρησιν τῆς δίκης ἢ πρὸς νέαν διαιτησίαν, Δημ. 1006. 14· ἴδε ἐν λ. ἀντιλαγχάνω.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action reconventionnelle.
Étymologie: ἀντιλαγχάνω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ jur. recurso D.39.38.

Greek Monolingual

ἀντίληξις, η (Α)
η έφεση για αναθεώρηση της δίκης.