αναθεώρηση
From LSJ
Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt
Greek Monolingual
η (Α ἀναθεώρησις)
νεοελλ.
1. νέα και επιμελέστερη εξέταση, επανεξέταση, επανέλεγχος, αναψηλάφιση
2. ριζική ανασκευή, αλλαγή τών ιδεών, πεποιθήσεων ή θεωριών κάποιου
αρχ.
ακριβής εξέταση, έρευνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναθεωρῶ.
ΠΑΡ. νεοελλ. αναθεωρήσιμος].