αντιπρόξενος
Greek Monolingual
ο
ο αντικαταστάτης του προξένου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντι - + πρόξενος. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Γουλιέλμο Άλβη].
ο
ο αντικαταστάτης του προξένου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντι - + πρόξενος. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Γουλιέλμο Άλβη].