ανυπότακτος
Greek Monolingual
κ. -χτος, -η, -ο (Α ἀνυπότακτος, -ον)
1. (για πρόσωπα ή πράγματα) αυτός που δεν υποτάχθηκε σε κάποιον
2. απείθαρχος, ατίθασος, ανυπάκουος
3. ελεύθερος, απεριόριστος
νεοελλ.
Στρ. στρατεύσιμος που κλήθηκε και δεν προσήλθε
(βλ. ανυποταξία)
αρχ.
άτακτος, συγκεχυμένος.