άτακτος
ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me
Greek Monolingual
και άταχτος, -η, -ο (AM ἄτακτος, -ον) τάσσω
1. ακατάστατος, χωρίς τάξη
2. απειθάρχητος
μσν.- νεοελλ.
1. αναιδής, θρασύς
2. απρεπής
νεοελλ.
1. ζωηρός, ανήσυχος
2. «άτακτα σώματα στρατού» ή ως ουσ. άτακτοι
αυτοί που δεν ανήκουν στον τακτικό στρατό
3. φρ. «άτακτη φυγή» ή «...υποχώρηση» — απότομη ή εσπευσμένη αποχώρηση από μάχη ή συζήτηση
αρχ.
1. ο μη παραταγμένος σε θέση μάχης
2. (βίος) αγροίκος, απολίτιστος
3. ο μη τακτικός, ο έκτακτος, ο τυχαίος
4. (για σαρκικές απολαύσεις) άμετρος, άκρατος
5. μαθημ. «άτακτα προβλήματα» — αυτό που δεν επιδέχονται οριστική λύση.