άουτ

Revision as of 06:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το
όρος, δάνειο της Αγγλικής, που κυρίως χρησιμοποιείται σε αθλήματα που παίζονται με μπάλα, για να δηλώσει την έξοδο της από τις οριακές γραμμές του αγωνιστικού χώρου.