έξοδο
From LSJ
ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετή βροτοῖς → man's greatest weapon is virtue, virtue is the greatest weapon for mortals
Greek Monolingual
το (Μ ἔξοδον) έξοδος
το χρηματικό ποσό που ξοδεύει κανείς για κάποιο σκοπό, δαπάνη («έξοδα δίκης, διατροφής»)
νεοελλ.
φρ.
1. «βάνω στα έξοδα» — γίνομαι αιτία να ξοδέψει κάποιος χρήματα
2. «μπαίνω στα έξοδα» — παρασύρομαι σε δαπάνες
3. «οδοιπορικά έξοδα» — τα έξοδα υπαλλήλων για υπηρεσιακά ταξίδια
4. «μικροέξοδα» ή «μικρά έξοδα» — καθημερινά έξοδα που προέρχονται από τις κοινωνικές επαφές
μσν.
στον πληθ. τὰ ἔξοδα
χρήματα.