ἀπερίφραστος

Revision as of 06:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ον,

   A without circumlocution, Eust.1941.59. Adv.ἀπερί-τως ib.1112.42.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπερίφραστος: -ον, ὁ ἄνευ περιφράσεως, Εὐστ. 1941, 59. - Ἐπίρρ. -τως αὐτόθι 1112. 42.

Spanish (DGE)

-ον
1 libre de perífrasis o circunloquios, sencillo subst. τὸ γὰρ ἀ. ἦν pues lo sencillo era Eust.1941.59.
2 adv. -ως sin perífrasis ἀ. προφέρων εἶπεν Eust.1112.42.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀπερίφραστος, -ον)
αυτός που διατυπώνεται ρητά και κατηγορηματικά, χωρίς περιφράσεις ή περιστροφές.