ὑπεκβάλλω
English (LSJ)
A cast out, reject, AP5.65 (Rufin.). II pass by, ὑπὲκ ποταμοῖο βαλεῖν Ἀμύροιο ῥέεθρα A.R.1.596. III f.l. for ὑπαικάλλω in Plu.2.530d.
A cast out, reject, AP5.65 (Rufin.). II pass by, ὑπὲκ ποταμοῖο βαλεῖν Ἀμύροιο ῥέεθρα A.R.1.596. III f.l. for ὑπαικάλλω in Plu.2.530d.