ἀπονόσφι(ν) (τοπ. επίρρ.) (Α)μακριά από, χωριστά(«φίλων ἀπονόσφι όλέσθαι, Όμηρος).[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + επίρρ. νόσφι «μακριά, χωρίς»].