Όμηρος
From LSJ
ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea
Greek Monolingual
ο (ΑΜ Ὅμηρος)
ο περιφημότερος επικός ποιητής, στον οποίο οι Έλληνες απέδιδαν τα δύο μεγάλα έπη της αρχαιότητας, την Ιλιάδα και την Οδύσσεια.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η επικρατέστερη άποψη για την ετυμολογία του ονόματος του Ομήρου, παρά τις πολλές παραδόσεις που μαρτυρούνται για τον ποιητή, είναι ότι έχει παραχθεί από το προσηγορικό ὅμηρος (Ι) (βλ. και λ. όμηρος [ΙΙ])].