Όμηρος
From LSJ
ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief
Greek Monolingual
ο (ΑΜ Ὅμηρος)
ο περιφημότερος επικός ποιητής, στον οποίο οι Έλληνες απέδιδαν τα δύο μεγάλα έπη της αρχαιότητας, την Ιλιάδα και την Οδύσσεια.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η επικρατέστερη άποψη για την ετυμολογία του ονόματος του Ομήρου, παρά τις πολλές παραδόσεις που μαρτυρούνται για τον ποιητή, είναι ότι έχει παραχθεί από το προσηγορικό ὅμηρος (Ι) (βλ. και λ. όμηρος [ΙΙ])].