απόστρατος

Revision as of 06:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο
1. (για στρατιωτικούς) αυτός που βρίσκεται σε αποστρατεία, που έχει αποσυρθεί από την ενεργό υπηρεσία του στον στρατό
2. αυτός που δεν εξασκεί πια το επάγγελμά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + στρατός. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].