αποστρατεία

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277

Greek Monolingual

η
1. η απομάκρυνση στρατιωτικού από την ενεργό υπηρεσία λόγω ορίου ηλικίας, σωματικής ανικανότητας κ.λπ.
2. η απομάκρυνση ή η αποχή κάποιου από το επάγγελμα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αποστρατεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος].