ἀπόσυρμα

Revision as of 06:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A that which is peeled cff, abrasion, Hp.Liqu.2, Dsc.1.30.    2 mark left by a rope dragged along, POxy.69.8 (ii A. D.).    II rubbish left in working mines, Arist.Mir.833a29.

German (Pape)

[Seite 328] τό, das Abgezogene, Abgeschabte, Arist. u. A.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόσυρμα: τό, τὸ ἀποσυρόμενον, ἤτοι τὸ γύρωθεν ἀφαιρούμενον, ἐκλέπισμα, Ἱππ. 426. 10, Διοσκ. 1. 36: πρβλ. σύρμα Ι. 3. ΙΙ. σκωρίαι καταλελειμμέναι μετὰ τὴν ἐξεργασίων τοῦ μετάλλου, Ἀριστ. π. Θαυμ. 42.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 fragmento de piel, escoriación Hp.Liqu.2, 3, Dsc.1.30, Gal.10.1007, 13.417
desecho, limadura de las minas, Arist.Mir.833a29
raspadura, serrín ἀ. τοῦ ξύλου Poll.5.34.
2 marca, rastro de una cuerda al ser arrastrada POxy.69.8 (II d.C.).
3 medic. tipo de emplasto abrasivo Scrib.Larg.215.

Greek Monolingual

ἀπόσυρμα, το (Α) αποσύρω
1. αυτό που αποσύρεται, που αφαιρείται, το εκλέπισμα, η εκδορά
2. σκουριές που μένουν μετά την επεξεργασία του μετάλλου.