ἀπροσπέλαστος

Revision as of 06:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ον,

   A unapproachable, Str.1.2.9, Plu.Ant.70.

German (Pape)

[Seite 339] unnahbar, Strab. 1, 2 p. 20, von einem Hafen; Plut. Ant. 70.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπροσπέλαστος: -ον, ἀπλησίαστος, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ πλησιάσῃ, Στράβ. 20, Πλουτ. Ἀντών. 70.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
inabordable.
Étymologie: ἀ, προσπελάζω.

Spanish (DGE)

-ον
1 intocable de pers., Apollon.Lex.5, Apio ad Hom.1, οἱ θεοί Sch.A.Th.795-796
del veneno entregado por Neso a Deyanira que no debe ser tocado ἀπροσπέλαστον πυρός Sch.S.Tr.686P.
2 de lugares inaccesible τὰ περὶ τὸν πορθμὸν ἀπροσπέλαστα Str.1.2.9, del oráculo de Delfos por causa de la serpiente, Plu.2.414b, ἄκραι Poll.1.115, cf. Sch.Pi.P.1.40, Sch.A.R.1.574, Sch.Hes.Th.151, Hsch., c. dat. ἀπροσπέλαστον ἀνθρώπῳ ... τὸν τάφον Plu.Ant.70.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀπροσπέλαστος, -ον) προσπελάζω
(κ. μτφ.) αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον πλησιάσει, απρόσιτος.