προσπελάζω
πάλιν δ' ὅ γε λάζετο μῦθον → he took back his speech, he retracted his speech, he altered his speech
English (LSJ)
A cause to approach, bring near to, νέα μέν μοι κατέαξε.. ἄκρῃ προσπελάσας having driven her against the headland, Od.9.285: —Pass. προσπελασθείς is f.l. for πατρὸς πελ. in S.OT1101 (lyr.).
2 π. τὴν ἁφήν apply touch, Marcellin.Puls.130.
II intr., approach, τινι Pl.Smp. 206d, D.S.15.42, etc.; associate with, Phld.Ir.p.47 W.; also of hostile approach, Aen.Tact.22.12, 39.6; deal with, in argument, Gal.18(1).278; visit, τοῖς αὐτοφυέσι.. ὕδασιν Alex.Trall. 8.2.
German (Pape)
[Seite 776] (s. πελάζω), hinzu, hinan, in die Nähe bringen, νῆα ἄκρῃ προσπελάσας, Od. 9, 285, das Schiff ans Vorgebirge hinantreiben; pass. sich nahen, Πανός τις προσπελασθεῖσα θυγάτηρ, Soph. O. R. 1101; so auch das act. intraus., ὅταν καλῷ προσπελάζῃ τὸ κυοῦν, Plat. Conv. 206 d; Sp., wie Plut. Eumen. 17 Hdn. 5, 4, 22. – Vgl. auch προσπλάζω.
French (Bailly abrégé)
faire approcher de, rég. ind. au dat.
Moy. προσπελάζομαι (ao. Pass. προσεπελάσθην) s'approcher de, avoir commerce avec (un homme), gén..
Étymologie: πρός, πελάζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-πελάζω met acc. en dat. dichter bij... brengen, doen naderen:. νέα... ἄκρῃ π. het schip tegen een klip laten lopen Od. 9.285. met dat. naderen.
Russian (Dvoretsky)
προσπελάζω:
1 вплотную приближать, подводить (νέα ἄκρῃ Hom.): προσπελασθεῖσα (v.l. πελασθεῖσα λέκτροις) Πανός Soph. вступившая в связь с Паном;
2 приближаться, подходить (τινί Plat.; πρὸς τὰ τείχη, ἐπὶ τὴν νησῖδα Plut.).
Greek Monolingual
ΝΜΑ
(αμτβ.) (με φιλική ή εχθρική σημ.) έρχομαι κοντά, πλησιάζω κάποιον ή κάτι
μσν.-αρχ.
(μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να προσεγγίσει κάποιον ή κάτι άλλο, φέρνω κάποιον ή κάτι κοντά σε κάτι άλλο («νέα μὲν μοι κατέαξε... ἄκρῃ προσπελάσας», Ομ. Οδ.)
αρχ.
(αμτβ.)
1. συναναστρέφομαι
2. επισκέπτομαι συχνά, συχνάζω
3. μτφ. (σε συζήτηση) διαπραγματεύομαι ένα θέμα
4. φρ. «προσπελάζειν τὴν ἁφήν» — βάζω το χέρι μου κάπου, ακουμπώ κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + πελάζω «πλησιάζω»].
Greek Monotonic
προσπελάζω: μέλ. -άσω [ᾰ]·
I. κάνω κάτι να πλησιάσει, φέρνω κάτι κοντά σε κάτι άλλο, νέα ἄκρῃ προσπελάσας, έχει οδηγήσει το πλοίο αντίθετα από το ακρωτήρι, σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., πλησιάζω, με γεν., Πανὸς προσπελασθεῖσα, συνευρέθη με τον Πάνα, σε Σοφ.
II. αμτβ., προσεγγίζω, πλησιάζω, τινί, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
προσπελάζω: μέλλ. -άσω [ᾱ], πελάζω τι πρός, κάμνω τι νὰ πλησιάσῃ εἴς τι, φέρω τι πλησίον εἴς τι, νέα (μονοσύλλαβ.) μέν μοι κατέαξε... ἄκρῃ προσπελάσας, πλησιάσας τὸ πλοῖον πρὸς τὸ ἀκρωτήριον συνέτριψε, Ὀδ. Ι. 285. ― Παθ., μετὰ γεν., Πανὸς προσπελαθεῖσα, συνευρεθεῖσα μετὰ τοῦ Π., Σοφ. Ο. Τ. 1101. ΙΙ. ἀμεταβ., πλησιάζω, ἐγγίζω, τινὶ Πλάτ. Συμπ. 206D, Διόδ. 16. 42. κτλ., πρβλ. προσπλάζω.
Middle Liddell
fut. άσω
I. to make to approach, bring near to, νέα ἄκρῃ προσπελάσας having driven the ship against the headland, Od.:—Pass. to approach, c. gen., Πανὸς προσπελασθεῖσα having had intercourse with Pan. Soph.
II. intr. to draw nigh to, approach, τινί Plat.
Mantoulidis Etymological
(=προσεγγίζω). Ἀπό τό πρός + πελάζω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.