(-άω) (Μ ἀραθυμῶ -έω)1. είμαι νωθρός, τεμπελιάζω2. ξεκουράζομαι ξεχνώντας τις φροντίδεςνεοελλ.1. λιποθυμώ2. ανυπομονώ3. φοβάμαι.