λιποθυμώ
From LSJ
ὀδύνη λάζεται τὸν ἐγκέφαλον → pain seizes the brain, pain attacks the head
Greek Monolingual
-άω και -έω (AM λιποθυμῶ, -έω)
υφίσταμαι λιποθυμία
νεοελλ.
(η μτχ. παθ. παρακμ.) λιποθυμισμένος, -η, -ο
α) λιπόθυμος
β) μτφ. (για ήχο) πολύ σιγανός, ξεψυχισμένος («ανάκουστος κελαϊδισμός και λιποθυμισμένος», Σολωμ.)
μσν.
μένω άπνους, νεκρός, πεθαίνω
αρχ.
αποθαρρύνομαι, απελπίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. θα παραγόταν κανονικά από τ. λιπόθυμος (< λιπο· + θυμός), ο οποίος όμως είναι νεώτερος].