αριστοτελικός

Revision as of 06:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ ἀριστοτελικός, -ή, -όν) Αριστοτέλης
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φιλόσοφο Αριστοτέλη και στη φιλοσοφία του
2. ο οπαδός της φιλοσοφίας του Αριστοτέλη.