αργυρογλυπτική

Revision as of 06:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
η τέχνη του να χαράσσει, να σμιλεύει κάποιος τον άργυρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + γλυπτική. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στον Αλέξανδρο Μωραϊτίδη].