αρίθμιος
Greek Monolingual
ἀρίθμιος, -α, -ον (Α) αριθμός
1. ο αριθμητικός
2. κατ' αριθμό
3. ο αριθμός που προσδιορίζει κάτι
4. αυτός που υπολογίζεται, που λαμβάνεται υπ' όψιν.
ἀρίθμιος, -α, -ον (Α) αριθμός
1. ο αριθμητικός
2. κατ' αριθμό
3. ο αριθμός που προσδιορίζει κάτι
4. αυτός που υπολογίζεται, που λαμβάνεται υπ' όψιν.