αριθμητικός

From LSJ

Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat

Menander, Monostichoi, 330

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἀριθμητικός, -ή, -όν) αριθμητός
1. ο σχετικός με την αρίθμηση, τους αριθμούς και την αριθμητική
2. αυτός που εκφράζεται με αριθμούς ή εκφράζει αριθμούς
3. το θηλ. ως ουσ. η αριθμητική
η επιστήμη των αριθμών
νεοελλ.
1. το θηλ. ως ουσ. η αριθμητική
το βιβλίο που περιέχει τη διδασκαλία των αριθμητικών πράξεων
2. (το ουδ. στον πληθ.) τα αριθμητικά
επίθετα ή επιρρήματα που εκφράζουν αριθμούς ή αριθμητικές έννοιες και σχέσεις
αρχ.
επιδέξιος, ικανός στην αρίθμηση.