ἀσπαλιευτής
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A angler, Pl.Sph.218e, Aen.Gaz.Thphr. p.16B.
German (Pape)
[Seite 373] ὁ, desgl., Plat. Soph. 218 e f.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσπᾰλιευτής: -οῦ, ὁ, ἁλιεύς, Πλάτ. Σοφ. 218Ε· οὕτω καὶ ἀσπαλιεύς, έως, ὁ Νικ. Θηρ. 704, καὶ συχν. παρ’ Ὀππ., πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λέξει.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
pescador de caña o sedal, Pl.Sph.218e, Them.Or.22.271d, esp. de caña ὁ τῇ ὁρμιᾷ χρώμενος ἁλιεύς Moer.38, Hsch.
•de red τῶν ἀσπαλιευτῶν ἡ σαγήνη Aen.Gaz.Thphr.p.15.
Greek Monolingual
ἀσπαλιευτής, ο (Α)
ασπαλιεύομαι
ο ασπαλιεύς.