ἀσκοπήρα

Revision as of 06:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ἡ,

   A scrip, wallet, Ar.Fr.577, Diph.55.2, prob. in Suet. Ner.45.

German (Pape)

[Seite 371] ἡ, Mantelsack, Ar. bei Poll. 10, 160; neben θύλακος Diphil. Poll. 10, 18.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσκοπήρα: ἡ, δερματίνη πήρα, σάκκος δερμάτινος, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 482· ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατ. σ. 25.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ mochila, zurrón Ar.Fr.587, Diph.55.2.

Greek Monolingual

ἀσκοπήρα, η (Α)
ο δερμάτινος σάκος, το δισάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ασκός + πήρα, η «δερμάτινος σάκος, ταγάρι»].