ασυνάρτητος

Revision as of 06:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀσυνάρτητος, -ον) συναρτώ
αυτός που δεν έχει ειρμό, ασύνδετος, ανακόλουθος
αρχ.-μσν.
(μετρ.) «ἀσυνάρτητοι στίχοι» — οι στίχοι που αποτελούνται από ανομοιογενή ημιστίχια.