ασύνδετος

From LSJ

Ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → Hominem non velle significat silentium → Das Schweigen zeugt davon, dass der, der schweigt, nicht will

Menander, Monostichoi, 223

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀσύνδετος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει συνδεθεί
2. σχήμα λόγου κατά το οποίο λέξεις ή έννοιες παρατάσσονται χωρίς να συνδέονται με συνδετικά μόρια ή διαζευκτικούς συνδέσμους
νεοελλ.
αυτός του οποίου έχει διακοπεί η επικοινωνία με άλλους
αρχ.
ανεξάρτητος, αυτοτελής.